Ονομάστηκαν έτσι, επειδή για περισσότερο από τρεις αιώνες (από το 17ο αι. ως το πρώτο μισό του 20ου αι μ.Χ.) οι άνδρες ασχολήθηκαν με τις οικοδομικές τέχνες.
Οργανωμένοι σε μπουλούκια των 10-20 ατόμων, έχτιζαν σπίτια, μοναστήρια και εκκλησίες, τζαμιά, αρχοντικά, σαράγια, στρατώνες, γεφύρια, φάρους, χάνια, μπεζεστένια, βρύσες, μύλους, λιοτριβιά σε όλη την Ελλάδα και το εξωτερικό. Έχτιζαν με ήθος, φιλότιμο και γνώση και θεμελίωσαν μια γηγενή αρχιτεκτονική αισθητική. Αξιώθηκαν να γίνουν μύθος και δημοτικό τραγούδι.
Από τα τέλη του 19ο αι. επιχειρούν τολμηρά υπερπόντια ταξίδια: Αίγυπτος, Αιθιοπία, Σουδάν, Ερυθραία, Κογκό, Ταγκανίκα, Περσία, Ιράκ, Παλαιστίνη, Παραλιακή Τουρκία (Σμύρνη, Προύσα, Ζουγκουλδάκ), Ρωσία (από την Οδησσό στο Ιρκούτσκ και μέχρι το Βλαδιβοστόκ), Γαλλία, Αργεντινή, Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής ως τη μακρινή Αλάσκα.
Κάθε μπουλούκι είχε τον αρχηγό του, τον πρωτομάστορα, που έκλεινε τις δουλειές, φρόντιζε τις πληρωμές και είχε την επιστασία της εργασίας. Τα άλλα μέλη του μπουλουκιού ήταν οι χτιστάδες, οι πελεκάνοι της πέτρας, οι εργάτες, οι νταμαρζήδες, τα μαστορόπουλα, που έκαναν τις βοηθητικές δουλειές και σιγά σιγά έμπαιναν στο νόημα της τέχνης. Ως μεταφορικό μέσο χρησιμοποιούσαν τα ζώα, μουλάρια και γαϊδουράκια.
Τα μπουλούκια των μαστόρων είχαν επινοήσει μια συνθηματική γλώσσα για τη μεταξύ τους επικοινωνία, για να μη γίνονται αντιληπτοί από τους ξένους, τα «κουδαρίτικα» ή «μαστόρικα», (κούδα=πέτρα, κούδαρης= μάστορας).
Κάποια από τα χωριά της Κόνιτσας έγιναν γνωστά ως χωριά των ζωγράφων και των αγιογράφων (Χιονιάδες) ή των ξυλογλυπτών (Γοργοπόταμος, με παλιά ονομασία Τούρνοβο). Νεότερες έρευνες δείχνουν ότι ο διαχωρισμός κάθε χωριό και τέχνη (π.χ. Πυρσόγιαννη χτίστες, Χιονιάδες ζωγράφοι, Γοργοπόταμος ξυλογλύπτες), ως ένα σημείο, είναι αυθαίρετος. Η ανάγκη να ολοκληρωθεί το χτίσμα απαιτούσε πολλές φορές την ενασχόληση με όλες τις τέχνες.
Τα μαστοροχώρια της Κόνιτσας
Τα μαστοροχώρια της Κόνιτσας είναι 27: Η Πυρσόγιαννη, η Βούρμπιανη, η Καστάνιανη, το Πληκάτι, οι Χιονιάδες, το Ασημοχώρι (Λισκάτσι), ο Γοργοπόταμος (Τούρνοβο), η Οξυά (Σέλτση), η Λυκόραχη (Λούψικο), η Θεοτόκος (Φετόκο), η Δροσοπηγή (Κάντσικο), η Λαγκάδα (Μπλίζγιανη), η Πλαγιά (Ζέρμα), ο Πύργος (Στράτσιανη), η Αγία Παρασκευή (Κεράσοβο), ο Αμάραντος (Ίσβορος), η Πουρνιά (Σταρίτσανη), το Γαναδιό, η Μόλιστα (Μεσαριά), το Μοναστήρι (Μποτσιφάρι), η Αγία Βαρβάρα (Πλάβαλη), Εξοχή (Ζέλιστα), η Πυξαριά (Μπλιθούκι), η Τράπεζα (Βράνιστα), ο Νικάνορας (Κορτίνιστα), η Πηγή (Πεκλάρι) και το Ελεύθερο (Γκριζμπάνι).
Να προσθέσουμε και το χωριό Φούρκα, βλαχοχώρι και κυρίως κτηνοτροφικό χωριό, που όμως έβγαλε και περιορισμένο αριθμό μαστόρων.
Τα 12 από αυτά τα χωριά αποτέλεσαν το Δήμο Μαστοροχωρίων από το 1999-2010, με το ν. Καποδίστριας και με έδρα την Πυρσόγιαννη.
Εκτός από τα μαστοροχώρια της Κόνιτσας την ίδια εποχή, σπουδαίους μαστόρους ανέδειξαν τα γειτονικά χωριά της Δ. Μακεδονίας (Νομοί Καστοριάς, Κοζάνης, Φλώρινας), τα χωριά των Τζουμέρκων, τα χωριά της Κολώνιας στην Αλβανία που βρίσκονται στις δυτικές πλαγιές του Γράμμου κ.α. Όμως την ονομασία μαστοροχώρια, στην Ελλάδα, φέρουν μόνο τα χωριά της Κόνιτσας, που αναφέρθηκαν πιο πάνω.
Η τέχνη των μαστόρων της πέτρας, ειδικά μετά το Β΄ Παγκόσμιο (1939-45 μ.Χ.) πόλεμο, παρακμάζει. Τα νέα δομικά υλικά και η απαίτηση για γρήγορες και φτηνές κατασκευές αντικατέστησαν τους πελεκητές της πέτρας με τους μπετατζήδες οικοδόμους. Σήμερα αρκετοί οικοδόμοι από τα μαστοροχώρια εργάζονται στα Γιάννενα και άλλες πόλεις. Στην περιοχή της Κόνιτσας, όπως και σε άλλα μέρη της Ελλάδας την τέχνη της πέτρας εξασκούν, ως επί το πλείστον, Αλβανοί και Βορειοηπειρώτες οικονομικοί μετανάστες.
Τα μαστοροχώρια όμως της Κόνιτσας, παρ' όλη τη γεωγραφική απομόνωση, εξακολουθούν να υπάρχουν χάρις στο πείσμα των κατοίκων τους, που είναι λαξεμένοι στην πέτρα και στο όνειρο. Οργανωμένοι σε Συλλόγους και Αδελφότητες προσπαθούν να κρατήσουν ζωντανές τις μνήμες και τις παραδόσεις τους και να δημιουργήσουν προοπτικές ανάπτυξης.
Η ζωή των γυναικών
Ενώ το σύνολο σχεδόν του ανδρικού πληθυσμού αναζητούσε εργασία σε κοντινά ή μακρινά ταξίδια, οι γυναίκες έμεναν πίσω και έπρεπε να κρατήσουν το σπίτι, τα χωράφια, τα κηπάρια, τα ζώα.
Έπρεπε να φροντίσουν τους γέροντες, να μεγαλώσουν τα παιδιά, να τιμήσουν τους νεκρούς. Να υφάνουν προίκες, να κουβαλήσουν στην πλάτη το «κλαδί» για τα ζώα, να ζυμώσουν το ψωμί, να στρώσουν πίτες, να ξεράνουν χόρτα και φρούτα για το χειμώνα. Έπρεπε να παλέψουν με τα φτωχά χώματα, να κρατήσουν το σπίτι ζωντανό, ώσπου νά’ρθει ο αφέντης από το ταξίδι. Αυτές οι γυναίκες, που έκαναν τη νύχτα μέρα για να προλάβουν τις δουλειές, φύλαξαν τα έθιμα, τις αξίες και τις παραδόσεις της κοινωνίας που τις μεγάλωσε.