Γεωγραφική θέση της Πυρσόγιαννης
Η Πυρσόγιαννη βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του Νομού Ιωαννίνων, πολύ κοντά στα σύνορα με την Αλβανία και αποτελεί Τοπική Κοινότητα του Δήμου Κόνιτσας.
Είναι χτισμένη σε υψόμετρο 850 μ. σε προσήλια πλαγιά του Γράμμου, ζωσμένη από πυκνά δάση μεγάλης βιοποικιλότητας, όπου κυριαρχεί η βελανιδιά. Στο πάνω μέρος τα τελευταία σπίτια ανταμώνουν τα δάση του πεύκου και του έλατου ενώ, σε μεγαλύτερα ύψη της κοινοτικής της έκτασης, υπάρχουν πυκνά δάση οξιάς.
Η Πυρσόγιαννη είναι ένα από τα σημαντικότερα χωριά της Κόνιτσας. Από το 1999 έως το 2010 υπήρξε έδρα του Δήμου Μαστοροχωρίων.
Στα νότια του χωριού τα τελευταία κηπάρια και αμπέλια, δασωμένα σήμερα, συναντούν τον ποταμό Σαραντάπορο, παραπόταμο του Αώου. Οφείλει το όνομά του στα, πολύ πιο πάνω,από σαράντα ρέματα και πηγές, που δέχεται στο πέρασμά του, καθώς χωρίζει το Γράμμο από το Σμόλικα. Μικρό ποτάμι το καλοκαίρι γίνεται απρόβλεπτο και δυνατό το χειμώνα.
Προσβασιμότητα
Η Πυρσόγιαννη έχει πολύ καλή προσβασιμότητα:
Απέχει 27 χλμ από την Κόνιτσα και 90 χλμ από τα Ιωάννινα. Η πρόσβαση γίνεται μέσω της παλιάς εθνικής οδού Ιωαννίνων-Κοζάνης, δρόμος ασφαλής και εύκολος.
Από τη Θεσσαλονίκη ή τη ΒΔ Ελλάδα μπορούμε να προσεγγίσουμε την Πυρσόγιαννη μέσω της Εγνατίας ως τα Γρεβενά και από εκεί μέσω του Δοτσικού και του Επταχωρίου.
Μπορούμε ακόμη να αφήσουμε την Εγνατία, στο ύψος της καθέτου της Καστοριάς, να την ακολουθήσουμε και να στρίψουμε στη διασταύρωση για Νεάπολη. Μέσω Νεάπολης, Πενταλόφου, Επταχωρίου φτάνουμε στην Πυρσόγιαννη από την παλιά εθνική οδό Κοζάνης -Ιωαννίνων. Η απόσταση Θεσσαλονίκη - Πυρσόγιαννη είναι 240 χλμ από τον πρώτο δρόμο και 247 χλμ από τον δεύτερο.
Το όνομα Πυρσόγιαννη
Η παλαιότερη ονομασία ήταν Πρισόγιαν(η), όπως προκύπτει από τις περισσότερες αναγραφές σε χειρόγραφα κείμενα και σε επιγραφές κυρίως του 19ου αιώνα.
Πρώτη μνεία που γνωρίζουμε είναι αυτή του 1780 σε λειψανοθήκη Ζέρμας με όνομα του ιερομονάχου Παρθενίου “ε[κ] κώμης Πρησογηανη”, (που πρέπει να ανήκε στο σόι του Ματαρά ύστερα και Καλόγερου, ίσως ακριβώς εκ της καλογερικής ιδιότητος του Παρθενίου)”.(Αργύρη Πετρονώτη, Βασίλη Παπαγεωργίου, ΜΑΣΤΟΡΟΙ ΧΤΙΣΤΕΣ, τόμ. Α, Νομαρχιακή Αυτοδιόικηση Ιωαννίνων, Ιωάννινα 2008, σελ.168).
“Του ίδιου το όνομα και η καταγωγή “εκ κόμις Πρισογιαν'ς εμφανίζονται και στα 1802 σε επιγραφή της Μονής Ζέρμας σκαλισμένη από Βουρμπιανίτες. Έπονται τρεις επιγραφές: μία του 1816 στα Πάνω Ραβένια και οι άλλες του 1815 & 1819 στη Μονή Κάμενας Δελβίνου από το χέρει μαστόρων μας. Χρησιμοποιείται δε ακόμα - όσο γνωρίζουμε - σε συμφωνητικό του 1874 (20ης Σεπτεμβρίου). Η τοπωνυμία Πυρσόγιαννη προφανώς είναι προϊόν των κλασσικιστικών τάσεων. Η πρώτη της μνεία που έχομε υπ' όψη μας είναι του 1875 ( σε πράξη της 18ης Σεπτεμβρίου)”.
Συγκρότηση του οικισμού
Πότε τέθηκαν τα θεμέλια του χωριού δεν μας είναι ακριβώς γνωστό. Από σημειώσεις όμως βιβλίων των κεντρικών εκκλησιών, φαίνεται ότι κατά τον 16ο αι. στο κυρίως χωριό και στα άλλα δύο μικρότερα, τους Χαλικιάδες και τα Αλώνια, υπήρχαν 50 σπίτια.
Κατά την παράδοση οι κάτοικοι αυτών, βοσκοί και γεωργοί, μη δυνάμενοι να ζήσουν ανθρωπίνως είτε από έλλειψη αρκετού νερού, είτε από τις υφιστάμενες καταδρομές και αρπαγές των γειτόνων μουσουλμάνων Αλβανών, αναγκάστηκαν να συνενωθούν με τους κατοίκους της καθ΄αυτό Πυρσόγιαννης, “της οποίας το έδαφος ήτο πρόσφορον, ευήλιον, εύυδρον, ομαλόν, γόνιμον και επιτήδειον εις πολλά προϊόντα”. 'Ετσι συγκροτήθηκε και μεγάλωσε ο οικισμός οργανωμένος σε φάρες, πολυμελείς οικογένειες. Από την οικογενειακή κοινότητα προκύπτει η οικιστική εγκαθίδρυση.
Γύρω στα τέλη του 17ου αι. οι οικιστικές εγκαθιδρύσεις στην περιοχή της Κόνιτσας, όπως και στο Ζαγόρι, συνθέτουν ένα καλά οργανωμένο οικιστικό σύνολο.
Ο oικισμός διαθέτει:
Έναν αριθμητικά ισχυρό πληθυσμό, εκτιμώμενο από ιστορικές πηγές σε 400-500 άτομα κατά μέσο όρο, οργανωμένο με πολλούς και στέρεους οικογενειακούς, συγγενικούς, κοινοτικούς και εθιμικούς θεσμούς δηλαδή την κοινότητα.
Την κοινοτική έκταση, ήτοι το φυσικό περιβάλλον με τα δάση, τις καλλιεργήσιμες εκτάσεις και τα βοσκοτόπια, από όπου η κοινότητα αντλεί τα προς το ζειν. Για το σκοπό αυτό οι κάτοικοι έχουν οργανώσει την παραγωγή με συγκεκριμένες πρακτικές και έχουν διαμορφώσει μια ποικίλη πολύμορφη παραγωγική δραστηριότητα. Η κοινοτική έκταση, η κτηματική περιφέρεια του κάθε οικισμού είναι οριοθετημένη. Τελειώνει εκεί που αρχίζει η κοινοτική έκταση του γειτονικού οικισμού. Οι κοινωνίες είναι αυτάρκεις, γιατί κινούνται στο μέτρο των πραγματικών αναγκών.
H κοινοτική έκταση της Πυρσόγιαννης συνορεύει με τις κοινοτικές εκτάσεις του Αμαράντου (Ίσβορου), του Πύργου (Στράτσιανης),της Βούρμπιανης, του Ασημοχωρίου (Λισκάτσι) και κατηφορίζει τις πλαγιές του Γράμμου ως το Σαραντάπορο ποταμό, αντικριστά με τα κηπάρια της Καστάνιανης στην άλλη όχθη.
Η αύξηση του πληθυσμού που ακολούθησε τους επόμενους αιώνες στα χωριά της Κόνιτσας, ανέδειξε το πρόβλημα της αδυναμίας των ορεινών εδαφών να συντηρήσουν τις πολυμελείς οικογένειες. Το φαινόμενο αυτό παρατηρείται σε όλους τους ορεινούς οικισμούς της Μεσογείου.
Ο υπερπληθυσμός θα βρει διέξοδο στη μετανάστευση, στο ταξίδι και στην τεχνική εξειδίκευση. Οι άντρες της Πυρσόγιαννης και των Μαστοροχωριών γίνονται μαστόροι της πέτρας, ξυλουργοί, ξυλογλύπτες, ζωγράφοι, αγιογράφοι. Οργανωμένοι σε μπουλούκια ταξιδεύουν σε κάθε γωνιά της ελληνικής επικράτειας, στη Βαλκανική χερσόνησο και Κεντρική Ευρώπη. Από τα τέλη του 19ου αι. επιχειρούν τολμηρά και υπερπόντια ταξίδια.
Περιήγηση στην Πυρσόγιαννη
Φτάνοντας ο επισκέπτης στην Πυρσόγιαννη θα ξεκουράσει το βλέμμα του στην ομορφιά των πέτρινων χτισμάτων και στη γύρω φύση. Τα κτήρια που έδωσαν σιγά-σιγά το σχήμα του οικισμού άρχισαν να χτίζονται από το 17ο αι. και είναι πλούσια σε κτητορικές επιγραφές και λιθανάγλυφες παραστάσεις.
Όπως και στα περισσότερα χωριά, λιγοστοί οι κάτοικοι το χειμώνα. Το καλοκαίρι όμως και τις γιορτές γεμίζει το χωριό με τους ξενιτεμένους. Άλλη ατμόσφαιρα το καλοκαίρι με τη νεολαία να ζωντανεύει το χωριό. Όμως και το χειμώνα η Πυρσόγιαννη διαθέτει τις βασικές υποδομές εστιάσης και φιλοξενίας επισκεπτών. Επιπλέον είναι έδρα του πολυδύναμου Αστυνομικού Τμήματος της περιοχής, κυρίως για φύλαξη των συνόρων.
Περπατώντας στην Πυρσόγιαννη βλέπεις ένα αρμονικό σύνολο από παλιά πέτρινα σπίτια, με τις ξυλοδεσιές, τα καμαρολίθια και τα υπέρθυρα, πέτρινες βρύσες, λιθόστρωτα, αρμολογημένες τοιχοποιίες, φαλτσογωνιές, σκεπαστές εξώπορτες με σχιστόπλακα, έργα “που απηχούν της λαϊκής αρχιτεκτονικής την απαστράπτουσαν αίγλην και φέρουν την σφραγίδα των ιδιόμορφων αυτών πρωτομαστόρων”.
Στην είσοδο του χωριού, το καφενεδάκι του κάτω μαχαλά για μια πρώτη στάση. Ανηφορίζοντας προς την πλατεία μια στάση στο φούρνο για φρέσκο ψωμί. Ο φούρνος αυτός προμηθεύει, με καθημερινές μετακινήσεις του αυτοκινήτου του, τα γύρω χωριά με ψωμί και γαλακτοκομικά.
Λίγα μέτρα πιο πάνω ο Γκουμπές, η κεντρική βρύση, που ρέει ασταμάτητα. Απέναντι τα πέτρινα κτίρια του πρώην Δημαρχείου Μαστοροχωρίων και των γραφείων της Προοδευτικής Ένωσης Πυρσόγιαννης με τη βιβλιοθήκη της. Στην αίθουσα των συνεδριάσεων του Δημοτικού Συμβουλίου φιλοξενείται η μόνιμη έκθεση φωτογραφιών του Κώστα Μπαλάφα σε ειδική εκτύπωση από τα χέρια του μεγάλου φωτογράφου, δωρεά του ιδίου προς το Μουσείο Ηπειρωτών Μαστόρων.(φωτο)
Στην πλατεία της Κόκα-Καρυάς νιώθεις τη θετική ενέργεια του χώρου κάτω από τον ίσκιο του πλάτανου. Ωραίος τόπος για καφέ, τσιπουράκι ή κρασάκι με καλομαγειρεμένο μεζέ. Σύμφωνα με πληροφορίες των παλιών Πυρσογιαννιτών, το όνομα το οφείλει σε μια προϋπάρχουσα καρυδιά, η οποία στον κορμό της έφερε μία κόκα (είδος τσεκουριάς). (φωτο)
Ανηφορίζοντας το καλντερίμι φτάνουμε στον υπεραιωνόβιο πλάτανο που στη σκιά του φιλοξενεί το εστιατόριο “Αρμολόι” με τον ξενώνα του. Θα βρείτε ντόπια φαγητά και ζεστή φιλοξενία. (φωτο)
Αριστερά ο ναός του Αγίου Νικολάου με το πυργοειδές καμπαναριό και την πλατεία του. Θέση θέας και πανέμορφος χώρος συναυλιών και εκδηλώσεων. Τρίκλιτη ξυλόστεγη βασιλική που χτίστηκε το 1772. Με το υπέροχο περιστύλιο του χαγιατιού του αποτελεί ένα μοναδικό δείγμα παλιάς εκκλησιαστικής αρχιτεκτονικής. Στις πέτρες του χαγιατιού και του καμπαναριού αναζητείστε τις λιθόγλυφες παραστάσεις. (φωτο του ναού και κάποιων λιθανάγλυφων)
Ψηλά στον πάνω μαχαλά, δεσπόζει ο ναός του Αγίου Γεωργίου (1904) στη θέση παλιότερου ναού (1712). Εντυπωσιάζει με τον όγκο και την τεχνική του. Το ξυλόγλυπτο τέμπλο του είναι έργο του ταλιαδόρου Βασίλη Σκαλιστή από το χωριό Τούρνοβο (Γοργοπόταμος Κόνιτσας). Οι εικόνες του τέμπλου είναι έργο των Χιονιαδιτών ζωγράφων-αγιογράφων Χριστόδουλου και Θωμά, που ήταν αδέρφια (οικογένεια Μαρινάδων). Το ζωγραφικό διάκοσμο, που εντυπωσιάζει με το υπέροχο μπλέ, έχει κάνει ο Μιλτιάδης Νίκολιτς (1938) από τη Σερβία, ανάπηρος από το ένα χέρι. Έζησε περίπου τέσσερα χρόνια στην Πυρσόγιαννη, κυνηγημένος απ' την πατρίδα του. Εκτός από την Πυρσόγιαννη άφησε έργο στη Φούρκα Κόνιτσας, σε χωριά του Πωγωνίου και στην Αιτωλοακαρνανία, όπου και πέθανε.(φωτο του ναού)
Πάνω από τον Άϊ Γιώργη το παλιό Δημοτικό Σχολείο της Πυρσόγιαννης είναι έτοιμο να φιλοξενήσει το Μουσείο των Ηπειρωτών Μαστόρων. Το σχολείο χτίστηκε το 1845 και καταστράφηκε από πυρκαγιά το 1914. Το καινούριο κτήριο χτίστηκε το 1924. Το Δημοτικό Σχολείο Πυρσόγιαννης έκλεισε το 1986. Την ίδια χρονιά με πρωτοβουλία της “Προοδευτική Ένωση Πυρσόγιαννης” άρχισαν οι επισκευές με σκοπό τη μετατροπή του σε Μουσείο Ηπειρωτών Μαστόρων. Οι εργασίες έγιναν με την εθελοντική προσφορά των κατοίκων του χωριού και την οικονομική υποστήριξη των μελών και φίλων του Συλλόγου. Το 1998 εγκρίθηκε από το Πρόγραμμα Intereg II η χρηματοδότηση των εργασιών της νέας αποκατάστασης του κτηρίου με φορέα υλοποίησης τον Δήμο Μαστοροχωρίων. Η αποκατάσταση ολοκληρώθηκε το 2001.
Εκκλησίες και ξωκλήσια
Περιμετρικά η Πυρσόγιαννη, όπως και όλα τα χωριά, είναι ζωσμένη από εξωκλήσια και εικονίσματα, που καθαγιάζουν το χώρο και οριοθετούν την έκταση του χωριού (δάση, βοσκοτόπια, καλλιεργήσιμες εκτάσεις). Χτίστηκαν από οικογένειες του χωριού για να έχουν την προστασία των αγίων.
Στον πέρα μαχαλά ξεχωρίζουν ο 'Αγιος Αθανάσιος, που χτίστηκε το 1864 από τις οικογένειες Μπαλτά και Γκουτή, και η Ανάληψη σ' ένα μοναδικό αγνάντι από το λάκκο της Σιάνιστας, χτισμένη από την οικογένεια Περώνη, τους Περωνάδες, όπως συνηθίζουν να λένε στο χωριό.
Ο 'Αγιος Μηνάς χτίστηκε το 1853 από την οικογένεια Φρόντζου, (Φροντζάδες), στην είσοδο του χωριού, στον τόπο των δακρύων. Είναι δεμένος σαν ορόσημο με το ξεπροβόδισμα των μαστόρων που έφευγαν για τα ξένα, μη γνωρίζοντας αν και πότε θα γυρίσουν.
Η Παναγία, ανήκει στην οικογένεια Τσούβαλη (Τσουβαλάδες)
Ο Άγιος Χριστόφορος ανήκει στην οικογένεια Μπατσκαλή (Μπατσκαλήδες).
Οι Άγιοι Απόστολοι στις οικογένειες Τσάνη (Τσαναίοι) και Ντούμα (Ντουμαίοι).
Ο Άγιος Αθανάσιος Χαλκιάδων, οικογένεια Μπάτσκα (Μπατσκαίοι).
Ο Άγιος Νικόλαος Χαλκιάδων, οικογένεια Μπύρκου (Μπυρκαίοι).
Προφήτης Ηλίας, Πάσχος, (Πασχάδες).
Αγία Τριάδα, Χρυσάφης, (Χρυσαφάδες).
Άγιος Δημήτριος, Σερίφης, (Σεριφαίοι).
Άγιος Χαράλαμπος, Λώλης-Τζιαμπολώλης.
Ο ναός των Ταξιαρχών στο νεκροταφείο δεν ανήκει σε καμία οικογένεια. Χτίστηκε το 1930 με δωρεά του Λουκά Τσάνη, μετανάστη στην Αμερική.
Η εκκλησία του Αγίου Κωνσταντίνου είναι πιο καινούρια. Χτίστηκε στη δεκαετία του 1970, δωρεά Κωνσταντίνου Παπαγεωργίου, του Κύρκα, (κλάδος Γκασιάδες).
Η Παναγία της Πυρσόγιαννης και το πανηγύρι
Παίρνοντας τον παλιό χωματόδρομο προς το χωριό Αμάραντος (Ίσβορος) Κόνιτσας, μέσα σε δάσος από βελανιδιές, κουτσουπιές, πεύκα, κρανιές και χρυσοξυλιές (κότινος), συναντάμε την Παναγία της Πυρσόγιαννης. Τελευταία ονομάστηκε Παναγία των Ξενιτεμένων.
Χτίστηκε από μαστόρους της οικογένειας Τσούβαλη. Απέχει 4,5 χλμ από το χωριό, μια ώρα με τα πόδια, 20΄περίπου με το αυτοκίνητο. Κάηκε και ξαναχτίστηκε το 1867. Σύμφωνα με την παράδοση, όταν κάηκε ο ναός, οι Τσουβαλάδες δε δέχτηκαν βοήθεια από άλλους μαστόρους και επιστρατεύοντας ακόμη και τις γυναίκες τους ξαναέχτισαν την Παναγία.
Ταφικά ευρήματα και ερείπια βεβαιώνουν την ύπαρξη παλιότερων οικισμών στη θέση αυτή.
Κάθε 15 Αυγούστου στα σιάδια-αλώνια της Παναγίας εορτάζεται το πανηγύρι του χωριού με αυθεντική παραδοσιακή μουσική, πίτες και ψητά πάνω στα στρωσίδια που στρώνουν οι χωριανοί κατάχαμα, όπως παλιά.
Οι οργανοπαίχτες μετά τη λειτουργία και τον αγιασμό αρχίζουν με νουμπέτι, μοιρολόι-κάλεσμα των ξενιτεμένων και όσων έχουν φύγει για πάντα. Μετά πηγαίνουν από παρέα σε παρέα, στο μέρος που έχει στρώσει η κάθε συντροφιά και παίζουν τις παραγγελιές. Το άκουσμα της ξακουστής “πυρσογιαννίτικης γκάιντας”, “το καραπατάκι”, “ο παπα -Γιώργης”, “το ξενιτεμένο μου πουλί” ηχούν στο χώρο και γλυκαίνουν την ψυχή. Ακολουθεί ο χορός μπροστά από το ναό ως το απόγευμα.
Το βράδυ το γλέντι συνεχίζεται στην πλατεία του χωριού, ήρεμο και γλυκό, χωρίς ηχεία. Το παρήγορο είναι πως η νεολαία απολαμβάνει τη μουσική και τους χορούς του τόπου της και συμμετέχει ενεργά σε όλα τα δρώμενα του χωριού.